- νωτοφορια
- νωτοφορίανωτο-φορίαἥ несение на спине
(αἱ κάμηλοι πρὸς νωτοφορίαν ἠσκημέναι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἱ κάμηλοι πρὸς νωτοφορίαν ἠσκημέναι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νωτοφορίᾳ — νωτοφορίᾱͅ , νωτοφορία carrying on the back fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτοφορία — νωτοφορία, ἡ (Α) [νωτοφόρος] το να σηκώνει κάποιος βάρος στην πλάτη του, αχθοφορία … Dictionary of Greek
νωτοφορίαν — νωτοφορίᾱν , νωτοφορία carrying on the back fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)